Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Ιερά Μονή Γενέσιον της Θεοτόκου, Κλεισούρας Καστοριάς εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου





Στο Μοναστήρι ασκήτεψε η Οσία Σοφία η Νέα,
μία σύγχρονη Πόντια Αγία,
όπου και φυλάσσονται τα σεπτά της και άγια Λείψανα
Βρίσκεται χτισμένη σε μια εύφορη κοιλάδα, σε υψόμετρο 970 μέτρων κάτω από το χωριό Κλεισούρα, 35 χιλιόμετρα ανατολικά από την Καστοριά, στα όρια με το νομό Φλωρίνης. Αποτελεί σημαντικό θρησκευτικό προσκύνημα της περιοχής και ιδιαίτερα γνωστό τα τελευταία χρόνια λόγω της
Οσίας Σοφίας της Νέας.Ιδρύθηκε περίπου στα 1314 από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 από τον επίσης Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων Ησαΐα μετά από όραμα της Παναγίας. Το συγκρότημα, με τον φρουριακό του χαρακτήρα, σώζεται στο σύνολο του ενώ τα υπάρχοντα κτίσματα είναι του 18ου και 19ου αιώνα. Το καθολικό της μονής είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλοστεγής τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι. Η επιγραφή στο τέμπλο της μονής αναφέρει: ΕΧΡΙΣΟΘΗ ΔΙΑ / ΧΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤ / ΝΤΙΝΟΥ ΚΤΙΠΑ ΜΕΝ / ΓΟΥΛΙΝΟΤΟΠΟΙΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝ / ΕΥΟΝΤΩΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΤΑΤΟΥ ΚΥ / ΡΙΟΥ ΠΑΗΣΙΟΥ 1772. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώναη Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής.
Όταν το 1903 οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1933 και έπειτα ήταν μετόχι της Ιερής Μονής Αγίων Αναργύρων Μελισσοτόπου. Στα νεότερα χρόνια, το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε για να επαναλειτουργήσει από το 1992 ως γυναικεία κοινοβιακή Ιερά Μονή.




Η οσία Σοφία (Χοτοκουρίδου) καταγόταν από τον Πόντο, από χωριό της επαρχίας Αρδάσης της Ι. Μητροπόλεως Τραπεζούντος. Το 1914 πήραν οι Τούρκοι τον άντρα της στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Είχε αποβιώσει και το παιδί της, κι έτσι η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία.

Εκεί της εμφανίστηκε ο άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία.

Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε.» Οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία.»Η Παναγία την έστειλε στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ι. Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.


Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν᾿ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρὀσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ᾿ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες.




Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ᾿ όλη όμως την αλουσιά, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της.
Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα.
Όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
                                               



Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός». Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.Είχε επικοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Κάποτε αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο.

Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ᾿ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φιτίλια από τις καντήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία.

Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις».

Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.Η οσία, που συνεχώς τόνιζε τη σημασία της υπομονής, κοιμήθηκε στις 6 Μαΐου 1974. Η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της έγινε στις 7 Ιουλίου 1981 , και για μέρες ευωδίαζαν βασιλικό. Στις 27 Μαΐου 1998 γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ. Η Εκκλησία την ανακήρυξε Αγία το 2011 και την 1η Ιουλίου 2012, έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά που παρέστη στις εορταστικές εκδηλώσεις αγιοκατατάξεώς της και τα λείψανά της σώζονται στο μοναστήρι και εκτίθενται προς προσκύνηση στους επισκέπτες, αν το ζητήσουν από τις μοναχές.


Σήμερα στην μονή εγκαταβιώνει γυναικεία μοναστική αδελφότητα απο 5 μοναχές υπό την ηγουμένη Γερόντισσα Ευφραιμία Χριστοφορίδου.


Το μοναστήρι εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέθλιο της Θεοτόκου και στις 6 Μαίου, ημέρα μνήμης της Αγίας Σοφίας Εν κλεισούρας.

                                                           





Πηγή: greekorthodoxreligioustourism

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου